- τρισχιδής
- -ές, ΝΜΑσχισμένος στα τρία, διαιρεμένος στα τρίανεοελλ.φρ. «τρισχιδές νεφέλωμα»αστρον. λαμπρό, διάχυτο νεφέλωμα, που βρίσκεται μέσα στα όρια τού αστερισμού τού Τοξότη, που απέχει από τη Γη μερικές χιλιάδες έτη φωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι-* + -σχιδής (< σχίζω), πρβλ. πολυ-σχιδής].
Dictionary of Greek. 2013.